μαψ

μαψ
(I)
μάψ, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
————————
(II)
μάψ (Α)
επίρρ.
1. χωρίς αποτέλεσμα, μάταια, άσκοπα, ανώφελα
2. απερίσκεπτα, ανόητα, ασυλλόγιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρημα σε -σ (πρβλ. εὐθύς, ἅπαξ), άγνωστης ετυμολ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λ. εμφανίζεται πάντα μπροστά από φωνήεν, επομένως είναι πιθανό να έχει υποστεί έκθλιψη. Τέλος, ο τ. έχει συνδεθεί με λατ. mox και με το ρ. μαπέειν* «κυριεύω», άποψη που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάψ — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THERSITES — Graecorum omnium foedissimus, idemque ignavissimus, quem Achilles sibi procaciter convitiantem pugni ictu interfecit. Huius insignis deformitas ab Homer. l. 2. Il. γραφικῶς expressa, effecit, ut cum hominem vehementer foedum significare volumus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μαψίδιος — μαψίδιος, ον και μαψίδιος, η, ον (Α) 1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.) 2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος. επίρρ... μαψιδίως ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. λαθρ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μαψίφωνος — μαψίφωνος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο μαψιλόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (ΙΙ) + φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί φωνος, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μαψαύραι — μαψαῡραι, ῶν, αἱ (Α) 1. ασθενείς τοπικές πνοές ανέμου που δεν έχουν συγκεκριμένη διεύθυνση 2. φρ. «μαψαῡραι στόβοι» κενές καυχησιολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. τής οποίας α συνθετικό είναι το ρ. μάρπτω «συλλαμβάνω, πιάνω» και β… …   Dictionary of Greek

  • μαψιλόγος — μαψιλόγος, ον (Α) αυτός που μιλάει χωρίς νόημα ή μιλάει μάταια («μαψιλόγοι οἰωνοί», Υμν. Ερμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + λόγος*, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μαψιτόκος — μαψιτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + τόκος, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μαψυλάκας — μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α) 1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια 2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μαψωτός — μαψωτός(Α) [μάψ (II)] (κατά τον Ησύχ.) «μάταιος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”